Διακοπές στο Μπαρμπέιντος

απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του MOBY “Porcelain”

 

“Έφτασα στο αεροδρόμιο του Μπαρμπέιντος και πήρα ταξί για το ξενοδοχείο. Κατέβασα το παράθυρο και μύρισα έντομα στον ζεστό αέρα. «Είστε σέρφερ;» με ρώτησε ο οδηγός. «Όχι» απάντησα παίρνοντας βαθιά εισπνοή.

«Με συγχωρείτε κιόλας, αλλά γιατί μένετε σε εκείνο το ξενοδοχείο;».

«Τι εννοείτε;».

«Η παραλία είναι για σέρφινγκ. Μόνο σέρφερ μένουν εκεί. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνετε».

Το ξενοδοχείο το είχε κλείσει ο φίλος μου ο Ashley, που ήταν σέρφερ, όπως και όλοι οι φίλοι του. Τον ήξερα από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν διδάσκαμε μαζί τη Βίβλο. Ήταν ξανθός, είχε μεγαλώσει κάνοντας ηλιοθεραπεία στο Βιρτζίνια Μπιτς, όπου έμενε δίπλα στον Jerry Falwell, και είχε γίνει αναγεννημένος Χριστιανός και σέρφερ. Μετά το πανεπιστήμιο μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, αποκήρυξε τον Χριστιανισμό, αλλά εξακολουθούσε να πηγαίνει για σέρφινγκ με τους Χριστιανούς φίλους του. Έκαναν σέρφινγκ όλοι μαζί και εκείνοι προσπαθούσαν να τον πείσουν να εγκαταλείψει τον αθεϊσμό που είχε ασπαστεί πρόσφατα.

Βρήκα τον Ashley στο λόμπι του ξενοδοχείου. Φορούσε σορτσάκι του σέρφινγκ και σαγιονάρες και έπινε μπίρα Corona.

«Moby!» φώναξε ενθουσιασμένος μόλις με είδε. «Καλώς ήρθες στο Μπαρμπέιντος!».

«Ashley, ο ταξιτζής είπε ότι αυτή η παραλία είναι για σέρφερ. Ισχύει;».

ΧΩΡΑΦΙΑ ΜΕ ΖΑΧΑΡΟΚΑΛΑΜΑ

«Ναι! Είναι τέλεια!».

«Και αν κάποιος δεν κάνει σέρφιγνκ;».

«Α, δεν ξέρω. Μπορεί να την αράξει απλώς» απάντησε απορημένος στη σκέψη ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν έκαναν σέρφινγκ. «Είναι τέλεια εδώ».

Στάθηκα για λίγο αμίλητος και προφανώς φαινόμουν ανήσυχος.

«Έλα, Moby, μην ανησυχείς. Στo Μπαρμπέιντος είμαστε, είναι πανέμορφα εδώ. Χαλάρωσε!».

Διέσχισα το λόμπι, πήρα το κλειδί μου, πήγα στο δωμάτιο και άνοιξα την πόρτα. Εκεί βρήκα κάποιον να κάθεται στην καρέκλα δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο και να πίνει μπίρα Red Stripe. «Εμ, ψάχνετε κάτι; Μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησα.

«Γεια! Είμαι ο Kit!» απάντησε με νοτιοαφρικανική προφορά.

Φορούσε μαγιό Speedo και μπλούζα Billabong.

«Μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησα ξανά.

«Όχι, όλα καλά. Είσαι φίλος του Ashley;».

«Ναι, εσύ τι κάνεις εδώ;»

«Στο Μπαρμπέιντος; Σέρφινγκ, φίλε, τι άλλο;».

«Όχι, εννοώ εδώ στο δωμάτιο».

«Είναι το δωμάτιό μας».

«Μας;» ρώτησα μπερδεμένος.

«Ναι, είπαμε να μοιραστούμε τα δωμάτια για οικονομία».

Άφησα εκεί τις αποσκευές μου και κατέβηκα ξανά στη ρεσεψιόν. «Συγγνώμη, νόμιζα ότι θα είχα δικό μου δωμάτιο».

«Όχι, το μοιράζεστε με τον κύριο Kit Walton» απάντησε ο υπάλληλος.

«Μήπως έχετε άδεια δωμάτια;».

«Να δω μια στιγμή» είπε και έψαξε στον υπολογιστή του.

«Λυπάμαι, δεν υπάρχουν».

Τα χέρια μου άρχισαν να ιδρώνουν, η αναπνοή μου έγινε βαριά και κοιτούσα γύρω μου στο λόμπι σαν να έψαχνα τρόπο να φύγω από το ξενοδοχείο.

[…]

Έσβησα τα φώτα. Η ώρα ήταν εννέα και τέταρτο το βράδυ. Έφυγα ξανά από το δωμάτιο, βγήκα έξω και προσπάθησα να με ηρεμήσω. «Εντάξει, δεν μπορώ να κάτσω στο δωμάτιό μου, γιατί εκεί ροχαλίζει ο Kit στα σκοτεινά. Αύριο, όμως, θα είναι μια ηλιόλουστη πανέμορφη μέρα. Είμαι στο Μπαρμπέιντος». Γύρισα στο δωμάτιο, βούρτσισα τα δόντια μου όσο πιο ήσυχα μπορούσα για να μην ξυπνήσω τον Kit, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, που μύριζε μούχλα, και προσπάθησα να ξεχάσω τον πανικό μου και να κοιμηθώ.

Το πρωί περίμενα να βγει ο ήλιος, αλλά ο ουρανός απλώς άλλαζε τόνους του γκρι. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κοίταξα έξω. Έβρεχε, ο ωκεανός ήταν μουντός, ούτε ένα κύμα. Είδα μακριά τους σέρφερ να επιπλέουν στην επίπεδη επιφάνεια της θάλασσας.

Κατέβηκα στο εστιατόριο και έψαχνα στον μπουφέ ανάμεσα στο προσούτο και τις καβουρόψιχες να βρω κάτι κατάλληλο για vegan, όταν με πλησίασε μια γυναίκα.

«Είσαι ο Moby;» με ρώτησε. «Είμαι η Janine, η γυναίκα του Mark, φίλου του Ashley». Είχε ξανθά μαλλιά που έφταναν ως τους ώμους της και φορούσε λευκή φούστα Laura Ashley και κυπαρισσί μπλουζάκι.

«Χαίρω πολύ» είπα.

«Δεν κάνεις σέρφινγκ;».

«Όχι, δεν ξέρω να κάνω».

«Και τι σχέδια έχεις για σήμερα;».

«Δεν ξέρω. Έλεγα να πάω στην παραλία».

Γέλασε. «Σε αυτήν την παραλία; Μόνο βράχους έχει, είναι κατάλληλη μόνο για σέρφερ, ούτε να κολυμπήσεις δεν μπορείς εκεί».

«Είμαστε σε παραλία όπου δεν μπορούμε να κολυμπήσουμε».

«Ακριβώς, είναι όλο πέτρες και κοράλλια, δεν έχει καθόλου άμμο. Είναι κι άλλες σύζυγοι εδώ, θα πάμε τα παιδιά στην άλλη άκρη του νησιού. Υπάρχει εκεί μια παραλία κατάλληλη για παιδιά. Έλα μαζί μας αν θέλεις».

Το σκέφτηκα για λίγο και απάντησα: «Εντάξει, θα έρθω, ευχαριστώ». Πήρα βιαστικά λίγα φρούτα και χυμό πορτοκαλιού από τον μπουφέ, φόρεσα το μαγιό μου, παρόλο που είχε δεκαοχτώ βαθμούς και έβρεχε, και πήγα να συναντήσω τις συζύγους και τα παιδιά μπροστά στο ξενοδοχείο. Είχαν νοικιάσει ένα βανάκι, το οποίο παραφόρτωναν με πετσέτες και παιχνίδια.

Ανεβήκαμε στο βαν και όλες τους, μαζί και τα παιδιά, έσκυψαν τα κεφάλια και προσευχήθηκαν. «Κύριε, προστάτεψέ μας στο ταξίδι μας σήμερα. Προστάτεψε εμάς και τις οικογένειές μας. Δοξασμένο το όνομά Σου, αμήν».

Μια γυναίκα με κοντά καστανά μαλλιά στις πίσω θέσεις του βαν έσκυψε μπροστά και είπε: «Γεια σου, είμαι η Annie. Είσαι Χριστιανός, Moby;».

«Ναι, ναι, Χριστιανός είμαι» απάντησα παραλείποντας τα μεθύσια, τις σχέσεις με στριπτιζέζ και ντομινατρίξ, καθώς και το γεγονός ότι αμφισβητούσα την ορθότητα ενός συστήματος πεποιθήσεων που φιλοδοξούσε με αυθάδεια να περιγράψει λεπτομερώς τον δημιουργό ολόκληρου του σύμπαντος.

«Α, ωραία. Έχεις αναγεννηθεί;».

«Τι πράγμα;».

«Έχεις δεχτεί τον Χριστό ως Κύριο και Σωτήρα σου; Αυτό εννοώ».

Κοίταξα ανάμεσα από τις ραβδώσεις της βροχής στα τζάμια του βαν. Διασχίζαμε λασπωμένα χωράφια με ζαχαροκάλαμα, ο ουρανός ήταν ακόμα πιο σκοτεινός από το πρωί, τα παιδιά τραγουδούσαν χριστιανικά τραγούδια. Ήμουν στην κόλαση.

«Ναι, είμαι αναγεννημένος» απάντησα…”